- παράστραβος
- -ον, ΜΑαλλήθωρος, με ελαφρό αλληθωρισμό, με μικρό στραβισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + στραβός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παράστραβος — with a slight squint masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραβός — ή, ό / στραβός, ή, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από στραβισμό, ο αλλήθωρος νεοελλ. (για πράγμ.) 1. αυτός που δεν είναι ίσιος, ο στρεβλός (α. «στραβό σίδερο» β. «στραβό ξύλο» γ. «στραβές γραμμές») 2. τυφλός («στραβός από το ένα μάτι») 3.… … Dictionary of Greek